- ισοπεδώνομαι
- ισοπεδώνομαι, ισοπεδώθηκα, ισοπεδωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επικυλινδρούμαι — ἐπικυλινδροῡμαι, όομαι (Α) παθ. γίνομαι ομαλός, ισοπεδώνομαι με κύλινδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυλινδρούμαι (< κύλινδρος)] … Dictionary of Greek